-
1 ὁπλή
A hoof, in Hom. always the solid hoof of the horse, Il.11.536,20.501, cf. Ar.Eq. 605, Porph.Abst.3.9 : after Hom., like χηλή, the cloven hoof of horned cattle, h.Merc.77, Hes.Op. 489, Pi. P.4.226, Hdt.2.71, Pl.R. 586b, Arist.HA 575b8 ;τοῦ βοὸς ὁπλά SIG 1026.19
(Cos, iv/iii B. C.) ; of swine, Semon.28, Ar.Ach. 740 ; of sheep, Arist.Fr. 253 :—distd. from χηλή, Gal.UP3.4.
См. также в других словарях:
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek